Τα τραγούδια είναι σα δέματα που μας προσφέρονται. Μπορούν να δίνουν έκσταση, απλή χαρά, παρηγοριά, μελαγχολία (που όμως εκτονώνει). Μας έρχονται σα πακέτα, κρύβοντας μέσα τους ορατά και αόρατα συστατικά. Το στίχο, μιά διαδικασία που φαίνεται απλή αλλά είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και πολυεπίπεδη, τη μουσική σύνθεση, τον/την εκτελεστή/τρια, τους μουσικούς που συμμετέχουν. Πολύ χοντρικά, κάπως έτσι είναι. Έχω μερικές φορές κατακρίνει ανθρώπους που, ψάχνοντας μέσα στα "ρεμπέτικα", αποσυνθέτουν τα δέματα των τραγουδιών εις τα εξ΄ων συνετέθησαν. Έχω ακούσει τον εαυτό μου να λέει ότι είναι ανόητο να βάζει κανείς τα τραγούδια στο χειρουργικό τραπέζι και να τα τεμαχίζει, με "λευκά γάντια". Με το " λευκά γάντια" εννοώ ανθρώπους που πέρασαν/περνούν μέσα από τη ζωή/την πιάτσα αβρόχοις ποσί και μέσα από στενές και διανοουμενίστικες οπτικές γωνίες, πασκίζουν να αναλύσουν το ένα και το άλλο, χρησιμοποιώντας συνήθως σημερινές απόψεις. Κι όμως, ενός είδους "χειρουργική επέμβαση" θα κάνω κι εγώ σ΄αυτή την ανάρτηση, χωρίς να ντρέπομαι που φάσκω και αντιφάσκω. Είναι έτσι η ζωή σήμερα, είναι τόσο καταιγιστικές οι αλλαγές που, αν δε θέλει κανείς να ρίξει άγκυρα σε σταθερές και αμετακίνητες απόψεις, είναι μοιραίο να φάσκει και να αντιφάσκει. Σας καλώ να μπούμε μέσα στο τραγούδι "Όλο ούζο" (1929) παραδ/κό, Columbia GB 18055, 20697. Βιολί παίζει ο Γιάννης Δραγάτσης (Ογδοντάκης) και τραγουδάει ο Κώστας Μασσέλος (Νούρος). Σημειώνω πρώτα τους στίχους:
Όλοι ούζο με φωνάζουν,
τα κορίτσια με θαυμάζουν, αχ,
και στο δρόμο με πειράζουν.
Άντε, βρε ούζο, βρε, τί θα σε κάμω,
έρμα σαντούρια και βιολιά, άντε (h)χόπλες,
κι όλα τ΄άλλα, σα μικρό παιδί, τα έχω πάθει,
μέσα στην Ελλάδα την παλιά.
Μπαίνω-βγαίνω με το πάσο,
τη μπουκάλα μην ξεχάσω, αχ,
κάντε τόπο να περάσω!
Άντε, βρε ούζο βρε, τί θα σε κάμω,
έρμα σαντούρια και βιολιά, τ΄Ογδοντάκι,
κι όλα τ΄άλλα, σα μικρό παιδί, τα έχω πάθει,
μέσα στην Ελλάδα την παλιά.
Γειά σου, Νούρο μου!
Το "ΟΥΖΟ" δε πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο παραδοσιακό "ΟΥΖΟ",ένα τραγούδι των αρχών του αιώνα, τραγουδισμένο από τη Μαρίκα Παπαγκίκα (1926) Ν. Υόρκη, το Νούρο (έχει τραγουδήσει και αυτός, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1928), το Νταλγκά, τον Ρούκουνα και ίσως και άλλους. Οι στίχοι του παλιότερου, παραδοσιακού "ΟΥΖΟ" είναι οι παρακάτω:
Όλο ούζο, ούζο, το βαρέθηκα,
ας πιούμε και καμιά μπυρίτσα που τη ΄ρέχτηκα.
Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε,
βρε μπεκρή, βρε αλανιάρη, με φωνάζουνε.
Θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα,
θα τους δώσω δυό χαστούκια νά΄ναι χάσικα.
Γειά σου, Νούρο μου! Γειά σου, Ογδοντάκη μου!
(αντιγραμένο από την ανθολογία Τ. Σχορέλη, τόμος α΄, σελ. 111)
Το πρώτο, το "ΟΥΖΟ", έχει τραγουδιστεί το 1929 από το Νούρο και από το Νταλγκά, με ελαφρά, αλλά καθοριστικά διαφορετικούς στίχους. Δε γνωρίζω αν είναι παραδοσιακό ή μιά παραλλαγή φτιαγμένη από το Γ. Δραγάτση, με συνεργασία του Κ. Νούρου στους στίχους. Κάτι τέτοιο πιστεύω, αλλά δε μπορώ να το αποδείξω.
Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού πάσχουν από μιά λογική ασυνέπεια. Μοιάζουν σα να τραυλίζουν, σα νά΄ναι ανάκατες σκέψεις
και φράσεις που βγαίνουν από το μυαλό και το στόμα ενός μεθυσμένου προσώπου. Υπάρχει, ίσως, η περίπτωση να έγινε αυτό σκόπιμα. Το τραγούδι δεν είναι μουρμούρικο, ώστε να μη μας παραξενεύει η συρραφή δίστιχων από την προφορική παράδοση ή από διαφορετικά τραγούδια. Ο Γ. Δραγάτσης και ο Κώστας Νούρος δε βρέθηκαν ποτέ σ΄αυτό το τοπίο.
Ας δούμε τώρα γιατί τα σημεία με τους κόκκινους χαρακτήρες δημιουργούν κάποια ερωτηματικά.
"τα κορίτσια με θαυμάζουν, αχ, και στο δρόμο με πειράζουν":
το ρ. πειράζω χρησιμοποιείται στα ρεμπέτικα με δύο τρόπους. Είτε, κάνω καζούρα, περιπαίζω (βλ. στο τρ. "τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε, βρε μπεκρή, βρε αλανιάρη, με φωνάζουνε") είτε, φλερτάρω με ερωτικούς σκοπούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ξεκάθαρο με ποιά απ' τις δυό έννοιες χρησιμοποιείται από το Νούρο. Προφανώς, ο στίχος αφορά τον ίδιο, εννοώντας πως τα κορίτσια τον θαυμάζουν, μιά και ήταν πολύ όμορφος στα νιάτα του. Το "με πειράζουν", αναφέρεται στα κορίτσια, ή "παίζει" ανάμεσα στο θέμα του τραγουδιού που μιλάει γιά ένα μπεκρή, και σ΄ένα κρυμένο νόημα ότι μπορεί να έριχναν υπονοούμενα στον ίδιο, γνωρίζοντας την ομοφυλοφιλία του;
Το δεύτερο σημείο που δημιουργεί ερωτηματικά είναι το επίθετο έρμα, όπου έρμος, -η, -ο, σημαίνει κακόμοιρος, φουκαράς, κακότυχος (με τρυφερή διάθεση) . Λόγω που η εγγραφή δεν είναι πολύ καθαρή, και το μυαλό ακούει συχνά αυτό που του υπαγορεύει η λογική, νόμιζα πως ο Νούρος έλεγε "τέρμα σαντούρια και βιολιά". Όταν ξεκαθάρισα πως δεν ήταν έτσι, αναρωτήθηκα, γιατί δεν έλεγε "φέρτε σαντούρια και βιολιά", ιδιαίτερα στην επανάληψη όπου χαιρετάει το φίλο του, τον βιολάτορα Ογδοντάκη. Κι όμως, λέει "έρμα" . Γιατί, άραγε; Κατανοητό θα ήταν, προκειμένου γιά τα σαντουρόβιολα, αν το έλεγε μετά την επιβολή της λογοκρισίας (1937) που τα έθεσαν εκτός μάχης. Βρισκόμαστε όμως στο 1929, εφτά χρόνια μετά τη λαίλαπα της καταστροφής στη Μικρασία. Τη μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι ο Νούρος στέλνει ένα φιλικό και τρυφερό σήμα συμπάθειας στους συμπατριώτες του. Αντί να πει πρόσφυγες ή Μικρασιάτες λέει, "έρμα σαντούρια και βιολιά" που ήταν τα βασικά όργανά τους. Ακόμα πιό πολύ σιγουρεύομαι από τη συνέχεια, "κι όλα τ΄άλλα, σα μικρό παιδί, τα έχω πάθει, μέσα στην Ελλάδα την παλιά". Το "σα μικρό παιδί", το αντιλαμβάνομαι πάλι σα σήμα και το εξηγώ σαν "που σταθήκαμε τόσο αφελείς, αφενός στο να πιστέψουμε σ΄ένα ουτοπικό όνειρο παραμονής στη γη μας, απελευθερωμένοι όμως από τους Τούρκους και αφετέρου, πως πιστέψουμε ότι θα μας αγαπούσαν όταν ήρθαμε εδώ, στην ξενητειά".
Είναι ο Νούρος που στη δική του εκτέλεση λέει "έρμα σαντούρια και βιολιά". Είναι ο Νούρος πάλι που λέει "τα έχω πάθει". Ο Νταλγκάς λέει, αντίστοιχα, "φέρτε σαντούρια και βιολιά" και "τα έχω κάνει". Αυτές οι δυό αλλαγές, απ΄τη μεριά του Νούρου, είναι που με κάνουν να εστιάζω επάνω του, νιώθοντας ότι, αφενός έστελνε ένα σήμα στους συμπατριώτες του, αφετέρου, με το "πάθει" μπορεί, κάλλιστα, να αναφέρεται στον εαυτό του...
Ακούστε όμως και την εκτέλεση με τον Αντώνη Αδαμαντίδη (Νταλγκά) γιά να δείτε τις μεγάλες διαφορές και να καταλάβετε καλύτερα το ιδαίτερο της περίπτωσης Νούρου. Η φωνή του Νταλγκά ήταν πάντα άψογα ζυγισμένη. Ο άνθρωπος αυτός έβγαζε ένα βουερό ποταμό ζωικής χαράς και δύναμης.
Yποθέτω πως κάποιοι/ες μπορεί να τα βρίσκουν όλ΄αυτά διανοουμενίστικες φαντασιώσεις, με την έννοια ότι αποκλείεται να στέλνανε τέτοια σήματα και να περιμένανε ότι το κοινό θα τα έπιανε. Οι λαϊκοί άνθρωποι (οι σημερινοί)ακούνε ένα τραγούδι και το γουστάρουν ή όχι Δε κάθονται να το ψιψιρίζουν κι αυτούς που το κάνουν τους λένε μαλάκες και κουλτουριάρηδες. Δίκηο έχουν. Σ΄αυτό το blog όμως δε τραγουδάω, ούτε γλεντάω. Κάτι άλλο πάω να κάνω. Αν την ώρα ενός γλεντιού άρχιζα να διυλίζω τον κώνωπα, θά΄χαν δίκηο να μου ρίξουν μιά βροχή από κατραπακιές. Αυτά ήταν, πάντως, τα δυό καίρια σημεία αυτού του τραγουδιού.
Ανακεφαλαιώνοντας, φαίνεται πως οι Μικρασιάτες συνθέτες, λόγω της κατάστασης που υπήρχε γύρω τους και τη βίωναν, ανέπτυξαν ένα είδος διττής γλώσσας, κάποιους απλούς κώδικες που, είτε με τη μορφή διπλών νοημάτων, είτε με άμμεση ή έμμεση ειρωνεία, πετούσαν αιχμές προς τη μεριά των ντόπιων, υποδηλώνοντας την πολιτιστική τους ανωτερότητα, Παραδείγματα υπάρχουν πολλά και θα σημειωθούν σε μελλοντικές αναρτήσεις...
(συνεχίζεται)