To παρακάτω προέκυψε από συγκλίσεις γραφτών μου γιά το Νούρο και, κάποια στιγμή, από το εξώφυλλο του παραπάνω βιβλίου του εξαιρετικού Νίκου Χουλιαρά
Το όλο πράμα ξεκίνησε με μιά γραμμή διάστικτη πάνω στη δεξιά ωμοπλάτη. Μιά κόκκινη γραμμή, σαν έκζεμα που τον φαγούριζε. Δεν έδωσε σημασία. Είχε εγκαταλείψει. Έκζεμα είχε και στα δυό του πόδια, απ΄τα γόνατα και κάτω, που ήταν πληγιασμένα και μαδούσαν. Ο κνησμός εκεί ήταν ανυπόφορος αλλά, τί να κάνεις; Ώρα ήταν τώρα να ξεκινήσει ένα καινούριο και στη πλάτη. Σαπίζω... Άνοιξε το έρμο το πορτοφόλι του που ήταν κι αυτό πληγιασμένο και ξεφτισμένο. Μπήκαν τα δάχτυλά του μέσα και ψάξαν. Κάτι ασήμαντα κέρματα και τέσσερα κατοστάρικα.
Γύρισε τα μάτια του στο ημερολογιάκι του τοίχου. 26 Μαϊου 1972. Το κάτω χείλι του ανέβηκε πικρό και καμπύλωσε το επάνω. Να πάει τώρα, ή να μην πάει στο καφενείο; Πρόβαλλε στο μυαλό του το γνωστό δρόμο ως εκεί, το τρίξιμο της πόρτας της εισόδου που έτριβε το μωσαϊκό καμιά δεκαετία, την καπνίλα που σε χτύπαγε κατακούτελα μόλις που έμπαινες, τα μάτια που γύριζαν απάνω σου. Γιά μιά στιγμή γύριζαν και μετά στρέφονταν πίσω στην κουβέντα, το τάβλι, την πρέφα. Να κι αν μπήκες, να κι αν δε μπήκες. Εκτός από κείνον τον κοκκινοτρίχη με το δέρμα το γεμάτο φακίδες, αιώνια μέσα σ΄ένα καρό σακάκι. Αυτός συνέχιζε να κοιτάει γιατί δεν είχε που να γυρίσει. Πάντα μόνος του κάθονταν. Στήλωνε τα μάτια πάνω του και δε τά΄παιρνε.
Μπα, όχι ακόμα. Αργότερα, ίσως. Να σκοτεινιάσει ακόμα λίγο.Τα μαύρα γυαλιά στο μπουφεδάκι, το παλτό στο κρεμαστάρι, περιμένει. Το πορτοφόλι μπαίνει στη κωλότσεπη, όχι στη κωλότσεπη, μη μας σουφρώσουν ότι έχουμε και δεν έχουμε... Κάθησε με τα χέρια πάνω στα γόνατα. Ένα μοτοσακό πέρασε απέξω, βουίζοντας. Η πόρτα πήγε πέρα δώθε απ΄τους κραδασμούς. Μετά, ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Ο συγκάτοικος; Θα γυρίζει με φίλους. Τί να κάνει κι αυτός; Τζόβενο είναι, μες το σπίτι κλεισμένος να κάθεται;
Σηκώθηκε. Πήγε στο κουζινάκι κι άρχισε να του ετοιμάζει το βραδινό φαγητό.Πήγε οχτώ, δε φάνηκε.Να πάω τώρα.Στάθηκε μπρος τον καθρέφτη, ακίνητος. Έπιασε το εξογκωμένο καρύδι του λαιμού του. Το δέρμα είχε κατσιάσει, «τα κορίτσια με θαυμάζουνε και στο δρόμο με πειράζουν», άκουσε μες το μυαλό τη φωνή του να τραγουδάει. Ο Ογδόντας. Καιρό είχε να τον θυμηθεί. Και δυό άδεια φουστάνια ανέμισαν μέσα του. Οι δυό προηγούμενες γυναίκες του. Δε μ’ άντεχαν... Η μνήμη μαζεύει και τεντώνεται, ακορντεόν.Όχι νοσταλγίες, Κωστάκι. Η νοσταλγία είναι πεθαμένοι ιστοί. Παν αυτά, πέρασαν. To τώρα είν΄εδώ, μπροστά στον καθρέφτη που θά΄θελες να δείχνει τη ράχη σου κι όχι τη μόστρα, κι η ώρα είναι οχτώμιση. Το φαγητό του συγκάτοικου τό΄χεις ετοιμάσει κι αλλού δεν έχεις να πας από το καφενείο. «Ναι, έτσι είναι. Πού αλλού να πάω; Κανείς δε με ψάχνει και κανέναν δε θέλω να ψάξω». Κουνήσου λοιπόν, φόρα την παλτουδιά και σύρ΄τα βήματά σου στο γνωστό δρομολόγιο. Κι όταν γυρίσεις, αυτός μπορεί να έχει επιστρέψει. Πάντα υπάρχει η ελπί...Γκουπ, ένα χτύπημα. Όχι στην πόρτα, στην ωμοπλάτη. Πονάει πολύ και μορφάζεις. Σα κάτι να πιέζει προς τα έξω. Παράξενο. Τί είν΄αυτό τώρα; Έτζι, σαν από ένστικτο, βάζεις το χέρι στην καρδιά. Όχι, κανονικά χτυπάει. Αργά και αδύναμα, κανονικά πάντως. Γκουπ, κι άλλο χτύπημα. Ε, καλά, θα περάσει. Κάποιος νευρόπονος.
Πήρε τα σκοτεινά γυαλιά, τα στερέωσε στη μύτη του. Μετά, στο κρεμαστάρι δίπλα στην εξώπορτα. Φόρεσε το παλτό και βρέθηκε στο δρόμο. Κλείδωσα; Κλείδωσα. Βαθιά ανάσα... Τραμ τρουμ, τραμ τρουμ, κάτι σα ξεβιδωμένος προχωράει ο Σμυρλής. Σα ξεβιδωμένος υπνοβάτης. Περνάει κάτω από τρεις φοινικιές, τέσσερεις μαρκίζες, πέντε κατεβαίνει πεζοδρόμια κι ανεβαίνει σε ισάριθμα.Τα σύννεφα τρέχουν στον ουρανό και κάπου-κάπου ξεπροβάλλει το φεγγάρι. Στην ωμοπλάτη του νιώθει το κόκκαλο που πιέζει και στο παπούτσι του έχει μπει ένα πετραδάκι, αλλά δε το βγάζει. Ανάσες βαθιές παίρνει και το φως γύρω του είναι γκρίζο. Διαβάτες ελάχιστους συναντάει, ένα περιστέρι περνάει ξυστά δίπλα του. Καλά, αφού κοιμούνται τέτοια ώρα. Τα σπίτια γέρνουν προς τη μεριά του, ο συνοικισμός ανασηκώνεται πλάγια, κι αυτός πάει. Τραμ τρουμ, τραμ τρουμ, α ναι, να μη ξεχάσω να του πω γιά το χαρτί της Δημαρχίας που πρέπει να παρουσιαστεί, τραμ, «γειά σου, ψηλέ», τον χαιρετάει ένας. «Πού τον ξέρω αυτόν; Τον ξέρω;»«Ρε μάγκικο, σκερτσόζικο και πεταχτό, με σένανε δε ξέρω πιά τι θα γενώ». Η Αμπατζή. «Α, ρε Ρίτα... Όλοι φύγαν. Μονάχα ΄γω έμεινα. Πως του τη σκαπούλαρα, δε μπορώ να καταλάβω. Τρέχω όμως εγώ στη σκιά του, ή αυτός στη δική μου;» Γιά το θάνατο λέει.
Στην είσοδο του καφενείου, ένα χέρι τον χτυπάει στην πλάτη. Πάλι αυτός, «γειά σου, ψηλέ». Μα τι διάολο, από πίσω μ΄είχε πάρει;- Ποιός είσαι, ρε φίλε; Δε σε θυμάμαι.- Άντεεε, ξεκουτιάναμε φαίνεται. Καλά, δε θυμάσαι εκείνο το βράδυ στου Ξύδη; Μέχρι τα ξημερώματα μας τραγουδούσες.- Στου Ξύδη; Α, ναι, ναι, πώς πάει;- Ε, πώς να πάει; Περιμένουμε να γυρίσει ο τροχός...- Και θα περιμένεις πολύ ακόμα. Κι αν γυρίσει, τι θα γίνει νομίζεις;- Ε πώς; Όσο νά΄ναι...Α παράτα μας. Όρεξη που σ΄είχα, και μπαίνεις, ενώ ο Μάης πάει προς το τέλος του.
Θά΄ταν κοντά δώδεκα όταν είπες να φύγεις. Τα σύννεφα εξακολουθούσαν να τρέχουν και είχε σηκωθεί δυνατός αέρας. Σήκωσες το γιακά του παλτού και ανασήκωσες τους ώμους. Εκεί, χτύπησε νέα σουβλιά δυνατή στην ωμοπλάτη. Μα, τί στο διάολο; Ναι, διάολος ήταν γιατί ήρθε κι άλλη σουβλιά, κι άλλη, σου κόπηκε η ανάσα και μετά, ορθώθηκε κάτι από μέσα, και σήκωσε τον ένα ώμο του παλτού. Πόνος σε ξέσκισε. Πέφτεις στο βυθό μιάς ζάλης, ευτυχώς που ήταν εκεί ο τοίχος, κόντεψαν να σου πεταχτούν τα μάτια έξω. Κακόμοιρε Κ.Μ. Σμυρλή, τά΄χεις χαμένα ολότελα. Τί νομίζεις, πως η ζωή είν΄αυτό που βλέπουμε κι αυτό που ξέρουμε; Τίποτα δε βλέπουμε και τίποτα δε ξέρουμε. Κόσμοι ολόκληροι, παράλληλες ζωές κινιούνται γύρω μας κι εμείς πρέφα δε παίρνουμε. Δέντρα μπορούν να ξεφυτρώσουν απ΄τα κεφάλια μας, άϋλοι να γίνουμε, να βλέπουμε τους άλλους κι οι άλλοι να μη μας βλέπουν. Βαπόρια να φανούν στον ουρανό κι άστρα να πλημμυρίσ΄η άσφαλτο που έστρωσε ο Δήμος της Κοκκινιάς και καμώνεται πως κάτι έκανε.Τώρα ήρθε η στιγμή να τύχει σ΄εσένα και να βγει ένα φτερό από την ωμοπλάτη σου. Ένα φτερό κατάμαυρο που σου σκίζει το δέρμα και το παλτό και βγαίνει έξω με τινάγματα στο βραδινό αέρα. Έχεις στρίψει έντρομος το κεφάλι και το βλέπεις να ορθώνεται προς τα πάνω. «Γιατί σ΄έμένα αυτό;» αναρωτιέσαι. Γιατί; Μα, όποιος κι όποιος θαρρείς πως είσαι; Επειδή σε ξέχασαν; Και τι μ΄αυτό; Οι ανθρωποι φύλλα στον άνεμο είναι. Τους πάει απο δώ, τους πάει απο κει κι όλο αναρωτιούνται. Εσένα σε ΄θελε ο δαίμονας, το ντουέντε σου, από τότε που πρωτάνοιξες τα μάτια. Σε διάλεξε, σ΄έριξε απο δω κι απο κει να τυραννιστείς, να δέσεις. Σ΄έχωσε μέσα στον μαύρο πηλό της ζωής, έξυσε τα σωθικά σου με τα γαμψά του νύχια, κάθισε στο λαιμό σου και τον έπλασε, όπως εκείνος ήθελε. Και τώρα, σου δίνει το τελευταίο του δώρο, ένα φτερό. Όχι δυό, ένα. Δίπλωστο λοιπόν και τρέξε να κρυφτεις στη χαμοκέλα σου...
Γκαπ, κλείνεις την πόρτα πίσω σου, λαχανιασμένος. Αυτό ήταν λοιπόν; Έφτασε η ώρα; Μπορεί ναι, μπορεί κι όχι. Άντε, βγάλε την παλτουδιά σου, τα γυαλιά σου τα μαύρα, βγάλε και τ΄άλλα σου τα ρούχα, μείνε τσίτσιδος και πάνε, στάσου μπροστά στον καθρέφτη. Μη τρέμεις, μη φοβάσαι. Ο συγκάτοικος δε θάρθει απόψε, δε θα δει το φτερό, στο λέω εγώ.Να, το πρόσωπο του δαίμονα που βγαίνει μές΄απ΄το σοβά, φουσκώνοντάς τον. Ανοίγει το στόμα κι αμολάει μιά πνοή που μυρίζει θειάφι, που σε σηκώνει και σε πετάει πάνω στο κρεβάτι. Εκεί, μείνε τώρα Κώστα Σμυρλή. Δίπλωσε το μαύρο φτερό στο πλάι, γιατί ήρθ΄η ώρα. Ως εδώ ήταν...Τώρα κατάλαβες που πάει το πράμα. Τώρα μπαίνεις στο δικό σου θαλάμι, εκεί που δεν υπάρχει χώρος γιά κανέναν άλλον... Ντοκ, χτύπημα, ντοκ, χτύπημα, κουνιέται συθέμελα η πόρτα της χαμοκέλας. Ντοκ, χτυπάει, «κάνω πως δε καταλαβαίνω. Τί να κάνω; Τίποτα δε θα κάνω. Τέλειωσαν οι μέρες των τραγουδιών, το ριγωτό σακάκι κρέμεται σα σφαχτό, απ΄το ΄30 τό΄χω, μυρίζει γεροντάματα, πικρό ιδρώτα, παλιά ξεθυμασμένα αρώματα, ντοκ, ντοκ, ντοκ. Έμπα λοιπόν, δεν αντέχω να σ΄ανοίξω, πάρε με και παρηγόρησέ με στα σκοτάδια, ας τελειώσει αυτός ο δρόμος, δε θέλω άλλο. Ότι αγάπησα, όσους αγάπησα με μάδησαν, με ξεφλούδισαν ως το μεδούλι.Ντοκ, γρατζούνισμα στην πόρτα νευρικό, ανυπόμονο, σηκώθηκαν τα σώματα στον αέρα, στριφογύρισαν, με κάρφωσαν, με σταύρωσαν. Δε μπορώ άλλο, ντοκ, να τα κορίτσια στα λευκά που κατέβαιναν να προϋπαντήσουν τη γιορτή της καρδιάς τους, φυσούσε τ΄αεράκι πού΄ρχονταν απ΄τη θάλασσα και ντοκ, ντοκ, που νά΄ξεραν μάνα, πως στο βυθό θα καταλήξουν με αίμα ανάμεσα στα πόδια τους... Γείρε στο σκοτάδι, γερο-ανεμοδούρα, κανείς δε θα καταλάβει τίποτα, σε κανέναν δε θα λείψεις. Γύρνα ψυχή στη γη, εκείνη τη γη, όχι, ντοκ, μη γυρνάς πίσω και θυμάσαι, αχνά είναι όλα καθώς γέρνουν τα πανδοχεία, καθώς κουνιέτ΄η βάρκα πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, απ΄ τη μιάν ακτή στην απέναντί της κι άντε πάλι απ΄την αρχή, ντοκ, κλείσε τα μάτια με λευκή καρδιά, έτοιμος, χωρίς σύντροφο, γιά τις ερημιές που δε θα θωρείς ανθρώποι. Αυτός θα μπει κι ας μη του ανοίγεις. Εγώ είμαι δω, φεγγίζω και δε θα σηκωθώ. Να, γέρνω, να οι φωτοσημαντές κι οι λαμπαδόροι, το δρεπάνι όπου νά΄ναι θα βουίξει, θα λογχίσει το λιγοστό το φως της κάμαρης, νάτοι που γνέφουν απ΄το βυθό, τα γρι-γρι του Άδη που προς τα κάτω με έλκουν...έλκ...ελ...ε....................... /span>/>/>>/>/>>/>>/>>/>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>>/>