Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Σκόρπια θραύσματα γιά τον Κώστα Νούρο

Ένας και μοναδικός ο λόγος που ανοίγω μιά συλλογή θραυσμάτων γιά τη ζωή αυτού του γλυκού και καλόκαρδου ανθρώπου. Να συνδράμω, στο μέτρο μου, στη σύνδεση διάσπαρτων πληροφοριών, να μαζέψω ότι βρω και να τα σπείρω μέσα στον "κήπο" του. ΓΙ ΑΥΤΟ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΟΣΟΥΣ/ΕΣ ΕΧΟΥΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΑΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΑ, ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΝΑ ΣΥΝΔΡΑΜΟΥΝ Σ΄ΑΥΤΟ ΤΟ blog ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ/ΕΣ. Στόχος μου δεν είναι η σύνταξη ενός ξερού βιογραφικού, αλλά η ανάγκη να κοιτάξω/οσμιστώ πίσω απ΄τα στοιχεία, να σκύψω στη μοίρα μιάς σειράς ανθρώπων που μ' ενδιαφέρουν και μιλάν στην ψυχή μου. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω γιά το "κλειστό όστρακο", τη Ρίτα την Αμπατζή(βλ. http://www.elkibra-ritaabadzi.blogspot.com/) και έπονται και άλλοι/ες... Μεταφέρω τις πληροφορίες ακριβώς όπως έχουν γραφτεί, χωρίς να τις κρίνω. Όταν πρόκειται γιά περιπτώσεις παλιών που τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του, δεν έχουμε παρά να τις δεχτούμε σα κρίσεις παλιών ανθρώπων, σα κρίσεις από πρώτο χέρι. Σ΄ότι αφορά όλη την υπόλοιπη φιλολογία γιά τους παλιούς, παίρνω απόσταση από τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουμε. Το σύντομο γραφτό του Γιώργου Ε. Παπαδάκη (Ελευθεροτυπία, 10/05/2006, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΟΥΡΟΣ: ΤΟ ΦΩΝΗΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΑΛΛΗΡΕΑ) που ξέρει πολύ καλά πότε ανοίγει το καυστικό στόμα του και πότε γράφει, με καλύπτει απόλυτα. Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη Ανθολογία, Τόμος Δ, σελ. 390 ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΣΕΛΟΣ ή ΝΟΥΡΟΣ. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1892 και πέθανε στην Κοκκινιά του Πειραιά, μόνος, φτωχός και δυστυχισμένος στις 26-5-72. Από το 1910 ήταν φημισμένος τραγουδιστής στη Σμύρνη. Στην Ελλάδα άφησε εποχή. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές. Έχει τραγουδήσει σε μεγάλο αριθμό δίσκων.Χαρακτηριστικά οι παλιοί διηγούνται πως επειδή τα κέντρα που δούλευε γέμιζαν νωρίς, όσοι πήγαιναν και δε βρίσκανε θέση, καθόντουσαν απ' έξω από το κέντρο γιά να τον ακούσουν. Ήταν βραδιές που έξω από το κέντρο του περίμεναν και πενήντα άμαξες με πελάτες μήπως αδειάσει κανένα τραπέζι.
  1. Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη Ανθολογία, Τόμος Γ, σελ. 55 (αποσπάσματα από συζήτηση με την Αγγελική Παπάζογλου)
  1. ...O Κώστας Μαρσέλος ή Νούρος ήταν φημισμένος τραγουδιστής, πριν έρθει εδώ, από τη Σμύρνη. Ήταν παλικάρι και καλό παιδί παρά το ελάττωμά του. Πριν το 1914 τον κυνήγησαν γιατί πούλαγε λαχεία του στόλου στη Σμύρνη. Τότε πήγε και κρύφτηκε στο Κερατοχώρι, γιατί εκεί δεν τόλμαγε να πλησιάσει Τούρκος γιατί θα γινότανε μάχη. Οι τρατάρηδες, βλέπεις, ήταν νταήδες. Οι Τούρκοι δεν πάτησαν ποτέ το χωριό τους. Τον κρύψανε λοιπόν και τον φευγάτησαν στην Ελλάδα. Όταν έφτασε εδώ πήγε στο Άγιο Όρος γιά καλόγερος, αλλά μετά από λίγο έφυγε. Όπως στη Σμύρνη έτσι κι εδώ άφησε εποχή. Μαζί του ο Βαγγέλης (ενν. το Βαγγέλη Παπάζογλου, σύζυγό της) δούλεψε μαζί του πολλές φορές...
  1. "Τα χαϊρια μας εδώ", Γιώργης Παπάζογλου, (διηγήσεις της Αγγελίτσας Παπάζογλου-Μαρονίτου)
Πριν να λευτερωθούμε στη Σμύρνη, που ήτανε το δεκατέσσερω, ο Νούρος λέει ο τραγουδιστής πούλαγε λαχεία του στόλου δικά μας κρυφά. Εσύ, εγώ, τα πουλάγαμε γιά να βοηθιούμαστε οι Έλληνες ο ένας με τον άλλονε. Και τόνε προδώσανε στσί Τούρκοι κι ήφυγε απ' το Κερατοχώρι. Είχανε καϊκια τση γυναίκας του τ' αδέρφια και ψαρεύανε. Ψαράδικα(δεν ήτανε όμως ακόμα γυναίκα του. Ήτανε φίλοι να πούμε οικογενειακοί). Κι αυτοί τόνε μπαρκάρανε. Τόνε ντύσανε γυναίκα, και τόνε μπαρκάρανε και τόνε στείλανε στον Πειραιά, ειδεμή θα τόνε σκοτώνανε οι Τούρκοι όπως και τον Αλέκο με τσί μανσέτες, τα κουμπιά. Άμα ήτανε το φταίξιμο ελληνικό, με κουρματσιές σε σκοτώνανε. Μόλις όμως λευτερωθήκαμε κι ήρθανε οι Έλληνες στη Σμύρνη κι ανοίξανε τα πόρτα, ξανάρθε το παλικάρι πίσω. Κι ύστερα πάλι πρίν γίνει το εικοσιδύο, είχε φύγει απ΄τη Σμύρνη κι είχε έρθει εδώ πιό μπροστά. Ο Νούρος καθούντανε οδός Θεάτρου στον Πειραιά. Πάροδος λεωφόρος Γεωργίου. Εγώ τον έφταξα παντρεμένο εδώ κι είχε κι ένα κοριτσάκι, πού ερχούντανε στο σπίτι μας. Πέθανε το τριανταέξι με καλπάζουσα... Χωρίσανε όμως με τη γυναίκα του. Δεν τον υπόφερνε... Ήτανε καλή μοδίστρα η καημένη... Ερχόταν εδώ και μ' έραβε η Μαρία... Και φάγαμε και ήπιαμε μαζί. Ύστερα παντρεύτηκε έναν χηρεμένο, πούχε αγελάδες στη Βέροια. Νοικοκυράαααα... Νοικοκυρά. Εκείνο τον καιρό που φιόριζε ( = έβγαζε πολλά λεφτά) εδώ ο Νούρος και τον είχε αποκλεισμένο το σκυλάκι, ήτανε του κουμπάρου μου του πιτσιρίκου πού πέθανε, η αδρεφή η μεγάλη η χαμένη. Αυτή είχε φύγει πιό μπροστά απ' την καταστροφή και καθούντανε στην Πόλη. Ήτανε μεγάλη γυναίκα. (Η μάνα του πιτσιρίκου πήρε δυό άντροι, κι ο πιτσιρίκος ήτανε απ' το δεύτερο άντρα). Κι ήτανε αυτή στην Πόλη... κι ήτανε κει... Κι άμα γένηκε η καταστροφή, έχασε την οικογένειά τως... τ' αδέρφια τση... Του πιτσιρίκου η μάνα ήτανε δω, μαζί του, κι είχε χάσει το φως της η γυναίκα... 'ητανε αόμματος. Είχανε χαθεί όλοι. Κανείς δε μπορούσε να βρει άκρη και να μάθει... πουθενά... Είχε χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα... Κι άμα γινήκανε οι πλάκες του Νούρου και πουληθήκανε στην Πόλη και φωνάζανε μέσα: "Γειά σου Νούρο μου...", και ξέρω γω... (αυτή τον ήξερε καλά το Νούρο, γιατί δούλευε λεύτερη μαζί του στο κλωστήριο, που δεν ήτανε τραγουδιστής. Και δουλεύανε μαζί). Κι άμα πήγε λέει στην εταιρεία που πουλάνε τσι πλάκες και ρώτησε και είπε: "Πού θα βρω το Νούρο που τραγουδά;" της δώσανε τη σύσταση. Και το πήρε το γράμμα ο Νούρος και πήγε στου πιτσιρίκου τη μάνα και αλληλογραφούσανε με την κόρη και βρεθήκανε. Γιά σκέψου, ύστερα από τόσα χρόνια, έ; Αυτό έγινε που σου λέω, τριαντατρία-τριαντατέσσερα. Απ' το εικοσιδύο ήτανε χαμένες μάνα και κόρη. Ο Νούρος είχε αδρεφό στο πιό μεγάλο κλωστήριο τση Σμύρνης...
  1. Ρεμπέτικη ιστορία. 1, Κώστα Χατζηδουλή, σελ. 14
(αφήγηση Στελλάκη Περπινιάδη) Υπήρχαν μεγάλοι τραγουδιστές, με πρώτο και καλύτερο τον Κώστα Νούρο που πούλαγε τραγούδι με το δελτίο. Δηλαδή έπρεπε να έχεις πολλά λεφτά γιά να ακούσεις το Νούρο. Όταν δουλεύαμε στου "Μπουκουβάλα", στο Πασαλιμάνι, το 1930, επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο από κόσμο, έφταναν με τις άμαξες και καθόντουσαν έξω και ΄κει τους σερβίριζαν τα γκαρσόνια. Και αυτά, μόνο και μόνο γιά να ακούσουνε το Νούρο. Ήταν μεγάλος καλλιτέχνης, υπέροχος τραγουδιστής και ανεπανάληπτος άνθρωπος
  1. από το (ανέκδοτο ακόμα) βιβλίο "Ρεμπέτικο, Το Τραγούδι των Ελλήνων" (Θέσια Παναγιώτου-Κώστας Φέρρης) Γεννήθηκε στο Νταραγάτσι της Σμύρνης το 1892. Ο πατέρας του κατάγονταν από τα Κύθηρα κι η μητέρα του από τη Σύρα. Δύο μόλις χρονών χάνει τη μητέρα του και τον μεγαλώνει η γειτόνισσα καντηλανάφτισσα του νεκροταφείου της περιοχής. Από παιδάκι ψέλνει αξιοθαύμαστα. Μετά το Δημοτικό βγαίνει στη βιοπάλη και δουλεύει εργάτης σε διάφορα εργοστάσια, έως ότου πάει στο Άγιον Όρος στη Μονή Βατοπεδίου γιά να μονάσει. Δεμ αντέχει όμως κι επιστρέφει στη Σμύρνη γιά να γίνει τραγουδιστής όπως τον παρότρυναν πάντα οι φίλοι του. Με την πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο καταπλήσσει και συγκινεί τους πάντες γύρω του. Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνά τις γειτονιές και ξαπλώνεται σ' όλη τη Μικρά Ασία όπου υπήρχε Ελληνισμός. Ήταν το αηδόνι που τους μάγευε, "Το αηδόνι της Σμύρνης". Όταν η Τουρκία μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και επειδή κλείναν τα κέντρα της Σμύρνης, αποφάσισε να πάει στην Θεσσαλονίκη όπου και βρίσκει αμέσως δουλειά στο "Λούνα Παρκ" και στου "Θανάση του Κατσαρού". Το 1918 μετά την ανακωχή επιστρέφει στη Σμύρνη και δουλεύει με τον Δραγάτση (Ογδοντάκη). Η Καταστροφή του 22 τον βρίσκει να τραγουδάει στην Τερψιθέα. Οι θαυμαστές του του βγάζουν Γαλλικό διαβατήριο κι έτσι φεύγει γιά Μυτιλήνη, Θεσσαλονίκη, και τέλος Πειραιά ατο Πασαλιμάνι. Τραγουδάει σε μαγαζιά και καμπαρέ, και το 1926 (πρώιμη μηχανική δισκογραφία) γραμμοφωνεί μιά σειρά αμανέδες που αναδεικνύουν όλες τις εκφραστικές και φωνητικές του δυνατότητες. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, γιατί συνεχίζει με τραγούδια Μικρασιατών, όπως του παναγιώτη Τούντα, του Σκαρβέλη, του Μαρίνου, του Ασίκη, του παλιού του φίλου Ογδοντάκη κ.ά. Γύρω στα εκατό γραμμοφωνημένα τραγούδια ίσαμε το 1935, και κάθε νύχτα πάλκο στις γειτονιές του Πειραιά ως το πρωί. Το 1934 (1933;) είναι κι αυτός ανάμεσα στους κορυφαίους ενός Σμυρνέικου πάλκου στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά (Δραπετσώνα). Mυθικό σχήμα, όπου εκτός από τον Στελλάκη, τον Κάβουρα, τον Ογδοντάκη και άλλους, συμμετέχει και ο Σπύρος Περιστέρης, που γίνεται την ίδια χρονιά διευθυντής της Οντεόν, και προφανώς τους εγκαταλείπει. Είναι κι αυτό ίσως ένα κλειδί, γιά να καταλάβουμε πως ήρθαν τα μπουζούκια, να καλύψουν την έλλειψη του μαντολίνου πούφυγε μαζί με τον Περιστέρη, να συνυπάρξουν γιά μιά βδομάδα με τους Σμυρνιούς, κι ύστερα να τους αντικαταστήσουν πλήρως. Είναι σίγουρα η σημαντικότερη ιστορική στιγμή του ρεμπέτικου, που σημαδεύει την αλληλεπίδραση των δύο μεγάλων ποταμιών του τραγουδιού αυτού (Σμυρνέικο-Πειραιώτικο) αλλά και τη μεταβίβαση της εξουσίας στους πειραιώτικους μπουζουκομπαγλαμάδες που ακολούθησε. Το 1917 χάνει τη μονάκριβη κόρη του και φεύγει γιά τη Σάμο. Ο πόλεμος του 40 τον βρίσκει στην Κοκκινιά σε ηλικία 48 χρονών. Βρίσκει το κουράγιο και στρατεύεται γιά την "ψυχαγωγία" των στρατιωτών. Το 1943 ξανά στη Σάμο, και στους βομβαρδισμούς περνά με τις βάρκες στο Κουσάντασι, πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη και από εκεί στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού. Το τέλος του πολέμου το 1945 τον βρίσκει στο Κάιρο όπου μένει τραγουδώντας. Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει μεροδούλι μεροφάι πάνω στα πάλκα μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια, που αποσύρεται κουρασμένος και πικραμένος, μόνος (παρ' όλους τους δυό του γάμους) και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους. Το "αηδόνι της Σμύρνης" σωπαίνει γιά πάντα στις 26.5.1972 σε ηλικία ογδόντα χρονών. Είναι περίεργο πως ο Σχορέλης δεν τον θυμήθηκε, στην πρώτη εκείνη προσπάθεια αναβίωσης στη δεκαετία του 60. Ο Ηλίας Πετρόπουλος όμως βρέθηκε στο προσκεφάλι του τις τελευταίες στιγμές. όταν ο Νούρος ήταν πιά σε κώμμα.
  1. (συνεχίζεται)

2 σχόλια:

Ο Καλος Λυκος είπε...

μόλις αγόρασα ένα CD με τραγούδια δικά του και του Ατραϊδη από το Amazon. Φαντάζομαι πώς θα τα έχεις, μα αν, κατά τύχη, δεν έχεις κάτι με χαρά να στα δώσω, όταν έρθει τελικά το CD και τα κάνω mp3.

το link είναι :

http://www.amazon.com/
Amanedes-Rebetika-Dimitris-Atraidis-Costas/
dp/B00004TKO8/ref=sr_1_1?ie=UTF8&s=
music&qid=1212264933&sr=8-1

elkibra είπε...

Γειά σου!

Με μιά τεράστια καθυστέρηση,θέλω να σ΄ευχαριστήσω που με σκέφτηκες. Το έχω.
Με συγχωρείς που δεν απάντησα έγκαιρα.
Σ΄ευχαριστώ πάλι. Μείνε κοντά στον κήπο αυτού του γλυκού ανθρώπου.

elkibra