Nέα κορίτσια της Σμύρνης με όνειρα, που φόρεσαν τα λευκά τους φορέματα, μιά μέρα που φύσαγε, γιά να καλωσορίσουν τον ελληνικό στρατό που θα τις λευτέρωνε. Που νά΄ξεραν...
Νομίζω πως κάθε άνθρωπος κάπου θα ήθελε να βρεθεί μετά το θάνατό του. Ένας εδώ, ένας εκεί... Σε αγαπημένα μέρη γαλήνης, με ψυχές πού σήμαιναν και που μπορεί κανείς άφοβα να γείρει το κεφάλι στους ώμους τους. Σκεφτόμουν, πού να τον έβαζα τον Κώστα Νούρο, αν ήταν στο χέρι μου ν' αποφασίσω; Και βρήκα ένα τόπο.
Ένα κήπο βρήκα, με γιασεμιά που φωτίζουν τη νύχτα και νυχτολούλουδα πολύχρωμα, ευωδιαστά. Ένα κήπο βρήκα, στην πίσω μεριά ενός σπιτιού της Σμύρνης, της τότε Σμύρνης. Σηκώνω και τοίχους ολόγυρα να μη τον βλέπουν, να μη τον ενοχλούν. Κι οι τοίχοι να μην είναι πολύ αψηλοί, να μπορεί να μπαίνει μέσα το νυχτερινό αεράκι της θάλασσας.
Μετά, πάω κρυφά σ' ένα σπίτι παλιό, εδώ στην Ελλάδα, εκεί που πέθανε ο Γιάννης Δραγάτσης ο Ογδοντάκης. Παίρνω το βιολί μέσα στη θήκη του που το έβαλε πάνω στη ντουλάπα, όταν πήρε πιά σύνταξη και οι μέρες της μουσικής είχαν πιά τελειώσει γι αυτόν.
Του φέρνω λοιπόν του Νούρου και τον Ογδοντάκη, τον παλιό του φίλο, που τούπαιζε βιολί, μ' εκείνο το μοναδικό τρόπο, όταν έβγαζε αγγέλους μες απ' το στόμα του. Στο νυχτερινό κήπο τους βάζω και τους δυό, μ' ένα φεγγάρι ολόγιομο από πάνω τους να τους πασπαλίζει με ασημόσκονη. Τους αφήνω εκεί, τους δυό τους. Να μιλάν γιά τα παλιά, να γελάνε, να χαίρονται και να θυμίζουν τραγούδια ο ένας στον άλλον.
Ας τους αφήσουμε εκεί γιά πάντα, αυτούς τους δυό σεβνταλήδες, κι ας φέγγει αιώνια το ολόγιομο Σμυρνιό φεγγάρι γι αυτούς... Ας σηκώνουνται ψηλά αυτά που παίζουν και τραγουδάνε, να γίνουνται κόκκινα νήματα, ν' απλώνουνται πάνω απ' την κοιμισμένη πόλη.
Ας τρυπώνουν μέσ' απ' τις γρίλιες των παντζουριών γιά να χαιδεύουν τα σώματα και τ' αυτιά των νέων κοριτσιών, των κρινένιων κοριτσιών που δεν υπάρχουν πιά, που υπήρχαν όμως κάποτε και πλάθαν όνειρα που πήγαν χαμένα. Όνειρα που χάθηκαν και κάηκαν στις εκατόμβες ηλιθίων που ονειρεύονταν, πιστεύοντας σε αλλους που ήταν 10 φορές πιό πονηροί απ΄αυτούς, να ξαναορθώσουν τη... Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι ανόητοι... Οι κουφιοκέφαλοι...
Ένα κήπο βρήκα, με γιασεμιά που φωτίζουν τη νύχτα και νυχτολούλουδα πολύχρωμα, ευωδιαστά. Ένα κήπο βρήκα, στην πίσω μεριά ενός σπιτιού της Σμύρνης, της τότε Σμύρνης. Σηκώνω και τοίχους ολόγυρα να μη τον βλέπουν, να μη τον ενοχλούν. Κι οι τοίχοι να μην είναι πολύ αψηλοί, να μπορεί να μπαίνει μέσα το νυχτερινό αεράκι της θάλασσας.
Μετά, πάω κρυφά σ' ένα σπίτι παλιό, εδώ στην Ελλάδα, εκεί που πέθανε ο Γιάννης Δραγάτσης ο Ογδοντάκης. Παίρνω το βιολί μέσα στη θήκη του που το έβαλε πάνω στη ντουλάπα, όταν πήρε πιά σύνταξη και οι μέρες της μουσικής είχαν πιά τελειώσει γι αυτόν.
Του φέρνω λοιπόν του Νούρου και τον Ογδοντάκη, τον παλιό του φίλο, που τούπαιζε βιολί, μ' εκείνο το μοναδικό τρόπο, όταν έβγαζε αγγέλους μες απ' το στόμα του. Στο νυχτερινό κήπο τους βάζω και τους δυό, μ' ένα φεγγάρι ολόγιομο από πάνω τους να τους πασπαλίζει με ασημόσκονη. Τους αφήνω εκεί, τους δυό τους. Να μιλάν γιά τα παλιά, να γελάνε, να χαίρονται και να θυμίζουν τραγούδια ο ένας στον άλλον.
Ας τους αφήσουμε εκεί γιά πάντα, αυτούς τους δυό σεβνταλήδες, κι ας φέγγει αιώνια το ολόγιομο Σμυρνιό φεγγάρι γι αυτούς... Ας σηκώνουνται ψηλά αυτά που παίζουν και τραγουδάνε, να γίνουνται κόκκινα νήματα, ν' απλώνουνται πάνω απ' την κοιμισμένη πόλη.
Ας τρυπώνουν μέσ' απ' τις γρίλιες των παντζουριών γιά να χαιδεύουν τα σώματα και τ' αυτιά των νέων κοριτσιών, των κρινένιων κοριτσιών που δεν υπάρχουν πιά, που υπήρχαν όμως κάποτε και πλάθαν όνειρα που πήγαν χαμένα. Όνειρα που χάθηκαν και κάηκαν στις εκατόμβες ηλιθίων που ονειρεύονταν, πιστεύοντας σε αλλους που ήταν 10 φορές πιό πονηροί απ΄αυτούς, να ξαναορθώσουν τη... Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι ανόητοι... Οι κουφιοκέφαλοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου