Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008




Τα τσαλίμια της φωνής του Νούρου (Nouros)


Ο Ηλίας Πετρόπουλος (που του χρωστάω ένα σημείωμα, μήπως και τον πλακώνουν λιγότερο, εκεί που βρίσκεται, τα βουνά της αχαριστίας που εξαπόλυσαν εναντίον του), ήταν και ο μόνος που σημείωσε δυό γραμμές γιά το κουτσαβάκικο ανεβοκατέβασμα της κάτω σιαγόνας την ώρα του τραγουδιού, κάτι που έκανε, τεχνητά, ο Κατσαρός όταν τραγουδούσε. 


Ο Πετρόπουλος, μη προλαβαίνοντας (και μάλλον μη ξέροντας) μέσα στη θάλασσα των μικροπληροφορών που ανέσυρε, δε καταπιάστηκε (βλ. αγνόησε) τον μεγαλύτερο, μαζί με τον Νταλκά, των τραγουδιστών, τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο). Λέγεται, στα όρθια όπως συνήθως, ότι έμαθε να τραγουδάει ακούγοντας ψάλτες, και ισχύει. Υπάρχουν όμως ψάλτες και ψάλτες. Μπορεί και να υπήρχε κάποιος ή κάποιοι που τραβούσαν δικούς τους δρόμους καθώς έψελναν και να πήρε, από δω κι από κει, κάποια στοιχεία, πράγμα απόλυτα φυσικό. Το καθοριστικό όμως, αν γενικεύσουμε, είναι ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που σκαλώνουν (θετικά) σε κάτι διαφορετικό που ακούν και το εντάσσουν στο χτίσιμο του δικού τους τρόπου.


 Είναι οι διαφορετικοί και γι αυτό τσιμπάνε. Είναι οι λίγοι και εκλεκτοί, οι ακροβάτες της ζωής, οι ανανεωτές, οι τολμηροί, οι αβόλευτοι που κάνουν τη ζωή των υπόλοιπων να διαφοροποιείται, να εξελίσσεται και να πηγαίνει παραπέρα. 
Γιατί οι άλλοι, η συντριπτική πλειοψηφία, δε τολμάει και δε διαφέρει πολύ απ΄τα πρόβατα που κινούνται κοπαδηδόν, υπό την καθοδήγηση του τσομπάνου και του τσομπανόσκυλου. 


 Αυτοί οι λίγοι που τραβούν άλλους δρόμους, ακόμα κι όταν πετυχαίνουν, το πληρώνουν ακριβά. Ο τσομπανος αντιδρά και τους χτυπάει, τα τσομπανόσκυλα τους δαγκώνουν, τα υπόλοιπα πρόβατα τους κοιτούν με ζήλεια και κακία, γιατί τόλμησαν αυτό που, θεωρητικά, θα ήθελαν κι αυτά να τολμήσουν. Γ Έτζι είναι. 


 Ο Νούρος, κουβαλώντας την παράδοση του μανέ από τα γεννοφάσκια του, χώρια απ΄τη μαθητεία του στις εκκλησίες, δεν ανεβοκατέβαζε, παρά δευτερευόντως, το κάτω σαγόνι του. Δε κουτσαβάκιζε ο άνθρωπος, ήξερε απλώς πολύ καλά να τραγουδάει. ΄Εκανε όμως μιά σειρά από άλλα κόλπα, διαφοροποιούμενος τελείως από άλλους ικανότατους τραγουδιστές μανέδων. 
Η κυριότερη ικανότητα κρυβόταν μέσα στο πολυδαίδαλο λαρύγγι του που το έκανε, όπως και ο Νταλκάς, ότι ήθελε. Πέρα απ΄αυτό όμως, κουνούσε επιδέξια τα χείλια, σουφρώνοντας και ανοιγοκλείνοντάς τα, με κινήσεις σχεδόν παραπλήσιες μ΄αυτές των μωρών όταν ρουφούν γάλα απ΄το στήθος της μητέρας τους. 
Ακόμα, σε ορισμένους ήχους, γέμιζε με λίγο αέρα τα μάγουλά του και άνοιγε απότομα τα χείλια του αφήνοντας τον αέρα να βγει μαζί με τον ήχο που χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή. Ακόμα και ο τρόπος που στριφογύριζε στο στόμα του το επιφώνημα "αμάν", ο τρόπος που το πιπίλαγε, το έκοβε και το συμπλήρωνε με το "αχ", διέφερε από των άλλων.


 Τα τραγούδια του θα μπορούσαν να χωριστούν χοντρικά σε δυό κατηγορίες. Στα "κανονικά" που τα είπε μόνος του ή με κάποια τραγουδίστρια και, μιά σειρά από, διαλεγμένους απ΄τον ίδιο μανέδες και κάποια αργόσυρτα ερωτικά και μελαγχολικά τραγούδια, με τον Ογδοντάκη να του παίζει το σοφό βιολί του και κάποιο στον σαντούρι. 


Σ΄ένα απ΄αυτά χαιρετάει κάποιον με το όνομα Μπόντη(;). Σ΄αυτά κάνει εξαιρετικά και "αναρχικά" τσαλίμια, τηρώντας μόνο τους στοιχειώδεις κανόνες των μανέδων. Τρεμουλιάζει με απίστευτη ευκολία τη φωνή του, τη γυρίζει, τη στριφο-γυρίζει, την αφήνει να πέφτει, κάνοντας λούπινγκ όπως τα πουλιά. Τη σηκώνει δυνατά και απρόβλεπτα, περνώντας από βαθείς ανδρικούς τόνους τενόρου, σε λεπτούς και ευαίσθητους. 


 (Μιά λεπτομέρεια που δεν έχει να κάνει με τις ικανότητές του.Ο Νούρος είχε κάποια δυσκολία να προφέρει το "σ" και το τελικό "ς", σα νά΄χε κάποια δυσμορφία στα δόντια του κάτω σαγονιού.Λεπτομέρειες ασήμαντες, παρατήρησης με αγάπη στη φωνή ενός πάρα πολύ μεγάλου τραγουδιστή). Όσες φορές κι αν ακούσει κανείς αυτά τα τραγούδια, όλο και κάτι καινούριο ανακαλύπτει...

Ψάχνοντας και τακτοποιώντας - Βιογραφικό του Νούρου (Nouros) (1)

Παρακάτω ξεδιπλώνεται μιά προσπάθεια σύνταξης ενός βιογραφικού γιά τον Κώστα Μασσέλο (Νούρο). Προς το παρόν υπάρχουν κάποια άλλα βιογραφικά του, εδώ κι εκεί, της τάξης μερικών γραμμών. Δυό αναφορές με κάπως περισσότερα βρίσκουμε στο http://www.rembetiko.gr/forums/archive/index.php/t-15973.html, γραμένα από τον Κ. Φέρρη και στο λογοτεχνικό περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 140, σελ. 233-34, από τον Πάνο Σαββόπουλο. Δεν έχω καινούρια πράγματα να προσθέσω. Αυτό που έκανα ήταν, με βάση τους δύο παραπάνω (σημειώνοντας από ποιόν δανείζομαι τι), να κοιτάξω προσεκτικά μέσα στο κονφούζιο των φωτογραφιών στα "Ρεμπέτικα τραγούδια" του Ηλ. Πετρόπουλου (εννοώ την έκδοση-ντουλάπα), να βοηθηθώ από την τάξη που επικρατεί στο http://www.rebetiko.gr/ και να προχωρήσω. Έκανα συνδυασμούς, αριθμητικές προσθέσεις και αφαιρέσεις και ανάτρεξα στα: "Τα χαϊρια μας εδώ", τους 4 τόμους του Σχορέλη, τη Ρεμπέτικη Ιστορία 1 του Κ. Χατζηδουλή, το "Ελλήνων Μούσα Λαϊκή, Τριλογία της Μουσικής 1,΄του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη και την αυτοβιογραφία του Μάρκου. Με τα θραύσματα που βρήκα μέσα, έφτιαξα το παρακάτω. Eίναι αυτονόητο πως συμπληρώματα και διορθώσεις είναι ευπρόσδεκτες. Λένε πως το τελευταίο που πεθαίνει στον άνθρωπο είναι η ελπίδα, αυτή που κατάφερε η Πανδώρα να την εμποδίσει να πετάξει έξω απ΄το πιθάρι, μέσα σ΄αυτό τον μισογυνικό μύθο. Ελπίζω πως όποιος/α χρησιμοποιήσει ή αναδημοσιεύσει την προσπάθειά μου, θα σημειώσει από που την πήρε, όπως έκανα κι εγώ με ότι δανείστηκα.

('Οτι δανείστηκα το μεταφέρω με κόκκινους χαρακτήρες)

1892. Bλέπει γιά πρώτη φορά το φως του ήλιου στην ενορία Νταραγάτσι που ξεκινούσε από την Πούντα κι έφτανε ως το Χαλκά Μπουνάρ (Σμύρνη). H Η μάνα του, Ευαγγελία Γαβριηλίδη, κρατούσε καταγωγή από τη Σύρο. Πατέρας του ήταν ο Γιαννακός Μασσέλος (πιο γνωστός με τα ψευδώνυμα Τρίγωνης και Νούρος), που γεννήθηκε στο Τσιρίγο των Κυθήρων και εγκαταστάθηκε με τους γονείς του από μωρό στη Σμύρνη.(στοιχεία Κουνάδη). Υπήρχε κι ένας αδερφός που τον αναφέρει η Αγγέλα Παπάζογλου. Στα 1894, όταν ήταν δύο μόλις χρονών πεθαίνει η μητέρα του, ίσως από τύφο που μάστιζε τους φτωχούς εργάτες της περιοχής Πούντα εκείνα τα χρόνια. "Τον αναλαμβάνει η νεοκόρισσα του νεκροταφείου, η Χατζη-Αθανασώ, νεοκόρισσα του νεκροταφείου, απέναντι απ΄το σπίτι τους"Ο πατέρας του δε ξαναπαντρεύτηκε. Άπό μικρός αρχίζει να ψέλνει στην εκκλησία των Ταξιαρχών" (στοιχεία Π.Κουνάδη)και στην Αγ. Φωτεινή.

"Τελειώνει το Δημοτικό και βγαίνει στη βιοπάλη. Δουλεύει εργάτης σε διάφορα εργοστάσια, μέχρι τα 18 του" (Κ. Φέρρης). Σύμφωνα με την Αγγέλα Παπάζογλου, είχε δουλέψει σε κλωστήριο. Αναφέρει επίσης ότι και ο αδερφός του Νούρου δούλευε στο πιό μεγάλο κλωστήριο της Σμύρνης.

191o-11 "Με τη βοήθεια και τις συστάσεις του Αρχιμανδρίτη Αγάπιου"(Γιώργος Παπαδάκης)φεύγει στο Αγιονόρος, στη Μονή Βατοπεδίου, γιά να μονάσει. Αυτό δίνει κάποια σήματα γιά την, ως τότε, ψυχοσύνθεσή του. Δεν άντεξε (;) (το ερωτηματικό είναι σα στάχτη στα μάτια. Πιθανότατα, κάτι του συνέβη εκεί. Βάλτε τη φαντασία σας σε λειτουργία...) και γυρίζει, σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη, μετά από μερικές μέρες, πίσω στη Σμύρνη.

1911. Σύμφωνα με τον Σχορέλη (τόμος Β΄), αρχίζει να τραγουδάει σε ηλικία 19 χρονών, "στο κέντρο-ταβέρνα του Γεραλέξη στην Πούντα, πλάι στον Παναγιώτη Φούντα ή Τάταρη (στοιχεία Π. Κουνάδη) (βλ. φωτο.) νυν Αλσαντζάκ. (Υπάρχει κάποια αναφορά γιά την τραγουδίστρια γκιουζέλ Κατίνα από τη Σύρα που ήταν δασκάλα του Νούρου, αλλά δεν έχω περισσότερα στοιχεία).

"Μετά την επιτυχία του εκεί, τραγούδησε στα καλύτερα μαγαζιά της Σμύρνης, στην "Τερψιθέα", δίπλα στου Χατζηφράγκου, στο "Ασανσέρ, στο Καρατάσι, στον "Νικόλα του Τζίτζικα έξω απ΄τη Σμύρνη, στου "Μιχάλη του Χαβούτη" και αλλού" (στοιχεία Π. Κουνάδη).

"Σε περιοδεία στο Αϊδίνι το 1911 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Καλλιόπη Σιντιρλάλα που πέθανε όμως μετά από τρία χρόνια (1914) , εικοσιενός μόλις ετών" (Π. Κουνάδης).

"Στις 15 Οκτωβρίου του 1915 παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρία Καστανά από το Κερατοχώρι.

(συνεχίζεται)

Ψάχνοντας και τακτοποιώντας - Βιογραφικό του Νούρου (Nouros) (2)

1926. - ΠΕΙΡΑΙΑΣ "Αρχίζει τις πρώτες του ηχογραφήσεις, ενώ ταυτόχρονα δουλεύει σε καμπαρέ και μαγαζιά"(K. Φέρρης). Στον "Αδαμάκο" στην Κοκκινιά, με την Αγγέλα Παπάζογλου, τον Στελλάκη και τον Βαγγέλη Μαργαρώνη, στο καφεζυθοπωλείο ο "Νέος Κόσμος" το 1930.

Η κάτωθι φωτογραφία είναι του 1928. Λεπτομέρειά της υπάρχει στην αρχή του blog. Είναι η μόνη, απ΄τις υπάρχουσες, που βλέπουμε το Νούρο ευτυχισμένο. Το πρόσωπό του είναι απόλυτα ήρεμο, η στάση του χαλαρή. Τα πράγματα του πάνε καλά. (απ΄αριστερά, ο Νίκος Συρίγος ο σαντορινιός (βιολί), ο Μιχάλης Σκουλούδης (μαντολίνο), ο Γιώργος Πετρίδης (τσίμπαλο), o Νούρος με το υποπόδιο και ο Στελλάκης Περπινιάδης (μπασοκιθάρα)

Eγγραφή του στα Μητρώα Αρρένων την 1-3-1928, με αριθμ. 324 http://(Ας τον ακούσουμε στο "Τρελοκόριτσο" του φίλου του Γιάννη Δραγάτση - Ογδοντάκη)www.fileden.com/files/2008/6/6/1947074/Trelokoritso%20%2880as%29%281929%29.mp3 "Ήταν παλικάρι και καλό παιδί, παρά το ελάττωμά του" (Αγγέλα Παπάζογλου, Ρεμπέτικη Ανθολογία Τάσου Σχορέλη, τόμος Γ, σελ.56)
1933-1934. - ΠΕΙΡΑΙΑΣ - Μάντρα του Σαραντόπουλου ( Aυτός που μ΄ενδιαφέρει είναι ο Νούρος. Όλ΄αυτά με τη μάντρα του Σαραντόπουλου και την πρώτη εμφάνιση της τετράδας έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί. Αν πληκτρολογήσετε "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς" στο Google, θα εμφανιστούν μιά μακριά σειρά από πανομοιότυπες διθυραμβικές περιγραφές του "κοσμοϊστορικού" αυτού γεγονότος. Δεν υποτιμώ τη σημασία του, ούτε τους άξιους και αγαπημένους συντελεστές της τετράδας. Απλά, "το πολύ το Κύριε ελέησον, το βαριέται κι ο παπάς"... Αν κάνω κι εγώ το ίδιο είναι γιά να μεταφέρω την ατμόσφαιρα που υπήρξε εκεί και να την διαφορίσω από τον κόσμο των Μικρασιατών)
H "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς" - Δεύτερη σειρά: Μάρκος Βαμβακάρης και Ανέστος Δελιάς. Πρώτη σειρά: Στράτος Παγιουμιτζής και Μπάτης
" Κάποιο καλοκαιρινό βράδυ του 1934, στην Ανάσταση του Πειραιά, στου Σαραντόπουλου τη μάντρα, ένα περιφραγμένο οικόπεδο με μιά παράγκα, με ξύλινους πάγκους και τραπέζια, χαλάει κόσμο η "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς", όπως αναφέρεται σε διαφημιστικές αφίσες της εποχής... Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, η "Τετράς η ξακουστή" αντικαθιστά την σμυρνέικου ύφους ορχήστρα που είχε το μαγαζί. Καθημερινά γεμίζει ασφυκτικά μετά την αλλαγή του προγράμματος. Μέσα-έξω ο κόσμος, πουτάνες από τα γειτονικά μπουρδέλα των Βούρλων, αγαπητικοί, προαγωγοί, κουτσαβάκια, μαχαιροβγάλτες, κάθε λογής παράνομοι, μεροκαματιάρηδες και άνεργοι από τις γύρω φτωχογειτονιές αλλά και οι πρώτοι "περίεργοι" από επιφανέστερα κοινωνικά διαμερίσματα, συνωστίζονται γιά να μη μείνουν "εκτός νυμφώνος". Στην ημερήσια διάταξη καβγάδες, πιστολιές και μαχαιριές...λίγες μέρες μετά την εμφάνιση της "πειραιώτικης κομπανίας", όπως ονομάστηκε αργότερα ή, κατ΄άλλους, την επόμενη χρονιά στον ίδιο χώρο, στο μαγαζί του Σαραντόπουλου, συνυπάρχουν κάποιο βράδυ ή μιά ολόκληρη βδομάδα και παίζουν διαδοχικά, η ρεμπέτικη ορχήστρα και τα σαντουρόβιολα. Μάρκος, Αρτέμης, Στράτος, Μπάτης...εναντίον Γιώργου Κάβουρα, Στελλάκη Περπινιάδη, Κώστα Νούρου... Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, η "τετράδα" παίζει μόνο γιά λίγες μέρες του 1934 στου Σαραντόπουλου, ο Δελιάς διαφωνεί γιά τη "χαρτούρα", αποχωρεί και οι υπόλοιποι, μαζί με τον Στέλιο Κερομύτη, μεταφέρονται στου Μήτσου Κερατζάκη (σημ. 300 μ., περίπου, πιό πέρα). Στο διπλανό μαγαζί παίζουν οι Κάβουρας, Νούρος, Περπινιάδης..." (ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ-ΚΑΠΕΤΑΝΆΚΗΣ, EΛΛΗΝΩΝ ΜΟΥΣΑ ΛΑΪΚΗ, τόμος 1, σελ. 207, 208)
Ας δούμε και μιά άλλη περιγραφή που τη δημοσίευσε ο Κώστας Χατζηδουλής στη "Ρεμπέτικη Ιστορία 1, σελ. 59: "...Η δεύτερη μαρτυρία οφείλεται στον Β.Χ.Α., ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ο πρώτος σερβιτόρος (πρώτους σερβιτόρους έλεγαν εκείνους που εκτελούσαν και καθήκοντα μπράβων), στο μαγαζί του Σαραντόπουλου. Ο σερβιτόρος αυτός...λέει τα ακόλουθα: "...Γιά να είχες μαγαζί τέτοιο, από το 1930 μέχρι το ΄38, έπρεπε να μην λογάριαζες τη ζωή σου. Στο μαγαζί του Σαραντόπουλου ερχόντουσαν όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας. Κάθε μάπα και μούτρο της σαπίλας και της βρωμιάς του υποκόσμου. Οικογενειάρχης, δεν πάτησε το πόδι του στο μαγαζί, από τότε που βάλαμε μπουζούκια και άρχισε να μαζεύεται αυτός ο κόσμος. Γιατί πιό μπροστά το είχαμε ταβέρνα, με τον Παναγή, που έπαιζε σαντουράκι, τον Ψευτο-Νούρο που τραγούδαγε, και έναν Αρμένη που έπαιζε βιολί. Τότε ήταν ήσυχα, βγάζαμε καλούτσικο μεροκάματο, μέχρι που ο Σαραντόπουλος βάλθηκε να βάλει μπουζούκια. Ο Μπάτης τον παρακίνησε. Πήραμε τον Μπάτη, το Μάρκο, το Στράτο και τον Ανέστο, που ήταν γιός του Παναγή - που σου είπα ότι έπαιζε σαντουράκι. Μόλις ήρθανε, έγινε το σώσε. Άρχισαν να μαζεύονται όλα τα παλιοτόμαρα του υποκόσμου. Τα μπουρδέλα των Βούρλων ήτανε δυό βήματα, και ερχόντουσαν οι πουτάνες με τους αγαπητικούς, και μαχαιροβγάλτες, αγριόμαγκες και κουτσαβάκια, που όλοι τους είχανε από 2-3 εγκλήματα ο καθένας και με πολλά χρόνια στη φυλακή. Κάθε βράδι έπεφταν πιστολιές και μαχαιριές - χώρια τα άλλα. Όλοι οι σερβιτόροι και ο Σαραντόπουλος, οπλοφορούσαμε, ενώ ήρθε καιρός που μέσα στο μαγαζί υπήρχανε πάνω από δεκαπέντε πιστόλια. Αν, χωρίς να το θέλεις, γύριζες το κεφάλι σου και κοίταζες κάποιον, μπορούσε να γίνει σε δυό λεπτά φονικό άγριο. Οι γείτονες έκαναν παράπονα κάθε μέρα στην αστυνομία, αλλά ο Σαραντόπουλος το χαβά του. Δεν μπορώ να σου πω τι ήτανε ο Σαραντόπουλος και ποιοί και γιατί τον υποστήριζαν (σημ. γράφ. ο Σαραντόπουλος, σύμφωνα με εκατοντάδες μαρτυρίες που έχω καταγράψει, ήταν μπράβος του Λαϊκού Κόμματος, με δεκάδες τρομακτικές ενέργειες στη Δραπετσώνα), αλλά θα σου πω μόνο, ότι κάποιος τον αβαντάριζε πολύ και του τά΄παιρνε με το έτσι θέλω. Αυτός μετά, έγινε μεγάλος αξιωματικός (σημ. γραφ. μου αποκάλυψε το όνομά του) και σήμερα ζει..."
Διατηρώ πάντα μιά έντονη επιφύλαξη γιά τις μαρτυρίες. Ο Κώστας Χατζηδουλής είναι ένας άνθρωπος που έχει κάνει σημαντική δουλιά (με ιώτα) και έχει άπειρο υλικό που το βγάζει με το σταγονόμετρο, αλλά "κρατώ μικρό καλάθι" όταν διαβάζω τα γραφτά του. Αφενός, μ΄"ανησυχεί" το ότι ο ίδιος γοητεύεται και νιώθει τέτοιο δέος γι αυτά που έχει ακούσει, ώστε τα δραματοποιεί υπέρ το δέον και αφετέρου, δε ξέρω σε ποιό βαθμό έχει "επέμβει" ο ίδιος στις μαρτυρίες των άλλων, ούτε και θα το μάθουμε ποτέ.Όπως και νάχει το πράγμα, η παραπάνω μαρτυρία προέρχεται από έναν πρώην μπράβο. Οι μπράβοι δεν ήταν τυχαία πρόσωπα, ούτε αρκούσε μόνο η σωματική διάπλαση και ο γενικότερος όγκος τους. Οι εκφράσεις και οι λέξεις που χρησιμοποιεί γιά τον υπόκοσμο μου θυμίζουν λίγο "νοικοκύρη" ή άνθρωπο που μικροαστικοποιήθηκε με τα χρόνια και ξεπλένει τον εαυτό του από το περιβάλλον στο οποίο δούλεψε. Δεν αποκλείω το να ήταν Μικρασιάτης ο ίδιος, αν κρίνω από τον κάθετο τρόπο που εκφράζεται γιά τους "άλλους".
Tώρα όμως είπαμε πολλά. Κάντε κλικ αμέσως παρακάτω, κλείστε τα μάτια και μπείτε στην ατμόσφαιρα που μας περίγραψαν, ακούγοντας το τραγούδι "Αντιλαλούν οι φυλακές" που ο Μάρκος το λάνσαρε μέσα στο μαγαζί του Σαραντόπουλου.

Κάπου στη διάρκεια του 1934, ο Νούρος σταματάει να χτυπάει δίσκους. Ή τον κάναν πέρα μετά την επέλαση των μπουζουκομπαγλαμάδων που πουλούσαν, ή αγρίεψε το μάτι του απ΄αυτά που είδε, κατάλαβε πως δε θα τραβιόντουσαν πιά οι δίσκοι του και περιορίστηκε στα μαγαζιά που πήγαινε άλλος κόσμος, αυτοί που δεν είχαν διάθεση να βγουν απ΄το μαγαζί οριζοντιωμένοι...

1937. Πεθαίνει η κόρη του, μόλις 17 χρονών από καλπάζουσα φυματίωση και σε σαράντα μέρες η γυναίκα του. Φεύγει γιά τη Σάμο όπου είχε συγγενείς.

1938. Αθήνα. 36 χρονών. Αναμνηστική φωτογραφία με φίλο του. Το πρόσωπο του Νούρου σοβαρό και πικραμένο. Είναι 46 χρονών. Προσέξτε το πρόσωπο του φίλου του, τα πέτρινα μάτια του, και σκεφθείτε: θα εμπιστευόσαστε ένα τέτοιο άτομο;

O Hλ. Πετρόπουλος σημειώνει γιά την παρακάτω φωτογραφία ότι είναι του 1940. Το βρίσκω μάλλον απίθανό να άλλαξε τόσο πολύ μέσα σε δύο χρόνια, αλλά το αφήνω έτσι.
1940. 48 χρονών. Μένει στην Κοκκινιά. "Στρατεύεται γιά την ψυχαγωγία των στρατιωτών στο μέτωπο και γιά τον ελληνικό στρατό στη Μ. Ανατολή" (Κ. Φέρρης)
1943. - Ξανά στη Σάμο. "Στους βομβαρδισμούς περνά με τις βάρκες στο Κουσάντασι... πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη κι από κει στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού" (Κ. Φέρρης)
1945. Βρίσκεται στο Κάϊρο.
1946. Tη φωτογραφία αυτή με το στρατιωτικό πουκάμισο τη χρησιμοποιεί στο εκλογικό του βιβλιάριο, αμέσως από κάτω.
Η διεύθυνσή του είναι, Κυθήρων 46, ενορία Αγ. Νικολάου Νίκαιας. Είναι τότε 54 χρονών. Τα μαλλιά του φαίνονται σα βαμένα.
1949. Στην παρακάτω Δήλωση φαίνεται να κατοικεί μαζί με τον Βλάχο Δημήτριο του Κυριάκου, ετών 39, γεωργό, και τον γιό του Κυριάκο, ετών 15 μαθητή, στην οδό Γρεβενών 33 στη Νίκαια όπου, σύμφωνα με τον Ηλ. Πετρόπουλο, έζησε τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του.
Η φωτογραφία με τον συγκάτοικό του βρέθηκε από τον Πάνο Σαββόπουλο και πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό "Οδός Πανός", τχ. 140, απρίλιος-ιούνιος 2008. Ο Νούρος είναι, όπως πάντα, πολύ σοβαρός αλλά, φαίνεται σε πολύ καλή κατάσταση και ίσως η φωτογραφία να τραβήχτηκε πολύ πιό πριν.
1950 (;) Δυό φωτογραφίες τραβηγμένες στην Πόλη, προφανώς στη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού, ίσως και την ίδια μέρα.
1951. Στο δελτίο ταυτότητάς του που εκδίδεται στις 6-6-51 βάζει μιά φωτογραφία του από το 1930 που του θυμίζει και την αγαπάει.. Η διεύθυνση που δηλώνεται είναι Ανδρομάχης 1, ΝΙΚΑΙΑ, άγαμος, μέλη οικογενείας(...) 1... ανάμεσα στο 1952 και 1958 (;)
1959 (;) Αν αληθεύει η ημερομηνία που σημειώνει, με ερωτηματικό, ο Ηλ. Πετρόπουλος, εκείνο το βράδυ που εικονίζεται με το λαϊκό συγκρότημα Βαγγέλη Περπινιάδη (παρών και ο νέος Στράτος Διονυσίου), ο Νούρος που φαίνεται στο βάθος, σα να είναι και να μην είναι παρών, βρίσκεται στην ηλικία των 67 χρονών.
Κάπου εκεί σταματάει να τραγουδάει. Έχει κουραστεί, δεν υπάρχει νόημα πιά... Αποσύρεται πικραμένος και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους, στο τελευταίο του σπίτι.
"Το 1962 αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι και να πάρει τη σύνταξή του. Ήταν πικραμένος κι ένιωθε αδικημένος γιατί τα χρήματα της σύνταξής του δεν έφταναν γιά να ζήσει. Η φωτογραφία με τις πιτζάμες είναι τραβηγμένη στο Καρλόβασι Σάμου, σε κάποιο του ταξίδι, εκείνη περίπου την εποχή.
Τα υπόλοιπα 10 χρόνια θα τα περάσει μεταξύ σπιτιού και του "καφενείου των Φιλάθλων"
(Νίκαια).
Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Μαϊου 1972, σε ηλικία 80 χρονών. Το σπιτάκι στην οδό Γρεβενών 33 στη Νίκαια, (δηλαδή στην Κοκκινιά) όπου τελείωσε η ζωή του...

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Ασκήσεις στο μαύρο... (1) (Nouros)

Μου λέγαν χτες γιά έναν αρχιτέκτονα Αργεντίνο που πολέμησε με νύχια και δόντια την τότε δαιμονική χούντα της χώρας του και πέθανε στα 56 του χρόνια στη Σουηδία, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο. Έβγαλε καρκίνο στον εγκέφαλο απ΄τα συνεχή ηλεκτροσόκ που τον είχαν υποβάλλει οι βασανιστές του, επί 2,5 χρόνια.Όταν ήταν στα τελευταία του, χαμογελώντας στην ομάδα των αγαπημένων φίλων που ξενυχτούσαν ολόγυρά του, τους έλεγε να μη στεναχωρεθούν που θα έφευγε. Ζήτησε μονάχα να τον κάνουν ένα ζεστό μπάνιο. Οι νοσοκόμες σήκωσαν το αδρανοποιημένο σώμα του με μικρά βίντσια και τον βάλαν σ΄ένα δωμάτιο με ζεστούς ατμούς και νερά.Ο άνθρωπος, έχοντας αγγίξει τη σοφία του επερχόμενου θανάτου, έβγαζε βαθιές ανάσες ευχαρίστησης και τους έλεγε πως αυτά, αυτά τα μικρά πράγματα είναι οι πραγματικές και ουσιαστικές χαρές της ζωής. Το ζεστό νερό πάνω στο σώμα κι όχι οι αγώνες, οι τρεχάλες να προλάβεις, οι διεκδικήσεις, οι καριέρες, το ατέλειωτο μπέρδεμα του ανθρώπινου βίου. Όταν το κατάβρεγμα τελείωσε, έπεσε σε μιά γαλήνια νάρκη και τις πρώτες πρωινές ώρες παράδωσε το πνεύμα του. Κάτι παραπλήσιο με τη γαλήνη που έδωσε το ζεστό νερό στο σώμα του Αργεντίνου, ήταν η περίπτωση του καλόκαρδου Κώστα Μασσέλου (Νούρου).Η ειδικότητά του ήταν οι μανέδες. Κι ήταν πολύ μεγάλο το αποτέλεσμα μόνο όταν του έπαιζε ο Ογδοντάκης. Αυτοί οι δυό θαρρείς και γίνονταν ένα. Σε ένα-δυό μανέδες που παίζει το γλυκύτατο, αλλά κάπως "σκληρό" βιολί του Σέμση, είναι κάτι διαφορετικό. Ο Νούρος είπε και μιά σειρά άλα τραγούδια, αλλά είναι εμφανές πως εκεί έβγαινε απ΄τα νερά του. Σήμερα, δε μπορείς να πεις σε έναν άνθρωπο απροετοίμαστο ν΄ακούσει μανέ. Είναι σα να του λες ν΄αλλάξει τον τρόπο αμφίεσής του/της και να βάλει φουστανέλλα. Δε γίνεται. Ο μανές κουβαλάει μιά σοφία που την έχουμε χάσει, παντοτεινά. Οι γηγενείς Έλληνες τους πρόλαβαν, γιά λίγο, πριν σαρωθούν τ΄αυτιά τους από δυτικές κλίμακες. Ακόμα κι αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε, κουτσά στραβά, να ξαναζωντανέψει τη μυσταγωγία που δημιουργούσε ο Νούρος (σύμφωνα με διηγήσεις κάποιων που τον πρόλαβαν), πολύ δύσκολα θα κατάφερνες ένα νεαρό ζευγαράκι να πάει να ακούσει. Θα προτιμούσαν, και είναι απόλυτα φυσικό, να πάνε σε μιά συναυλία στο Λυκκαβητό ή στο Καυταντζόγλειο ή σ΄ένα ανοιχτό χώρο στην επαρχία, ν΄ακούσουν ένα τραγουδιστή ή μιά τραγουδίστρια μαζί με χιλιάδες άλλους/ες, να νιώσουν μιά άλλη μυσταγωγία, κρατώντας ένα αναμένο αναπτηράκι που το κουνάν πέρα-δώθε. Αν τους κατάφερνες και υπήρχε ο κατάλληλος τραγουδιστής μανέδων (όχι σα κάποιους που αμολάνε κάτι κοτρόνικες κορόνες σ΄ένα ανασούμπαλο και κακόγουστο remake) τότε, το βλέπω, θα της κρατούσε εκείνος το χέρι και το κλίμα θα τους σήκωνε ψηλά, σε άγνωστες γι αυτούς διαστάσεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν υπάρχει... (συνεχίζεται)

Aσκήσεις στο μαύρο... (2) (Nouros)

Το μαύρο και η φωτιά (nuro στα συριακά σημαίνει φωτιά. Στα τούρκικα δεν υπάρχει αυτή η λέξη) είναι τα χαρακτηριστικά του Νούρου. Ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής έβγαζε μαύρους ήχους. Μαύρους όμως, όχι με την έννοια του πένθιμου. Το μαύρο δεν είναι πένθιμο. Το μαύρο σ΄εμάς, ήδη απ΄την εποχή του Ομήρου, κουβαλάει την έννοια του θανάτου, ακόμα και γιατί έχουμε πολύ δυνατό φως στη χώρα μας. Ίσως, κυρίως γι αυτό έχει χτιστεί μιά μελαγχολική μυθολογία. Το φοβόμαστε γατί είμαστε κακομαθημένοι από το φως. Σε πολλές άλλες χώρες σερβίρουν σε μαύρα πιάτα, φτιάχνουν μαύρα κεριά και τα θεωρούν sic, ντύνουν στα μαύρα μικρά παιδιά, το μαύρο κυριαρχεί στο design. Ότι και να λέμε όμως, έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι το μαύρο έχει να κάνει με το θάνατο, με το άγριο σκοτάδι. Μ΄αυτή την αίσθηση είμασταν πάντα εξοικειωμένοι εμείς οι Έλληνες, τώρα όμως αρχίζουμε να ξεχνάμε. Ξεχνάμε ότι ο θάνατος κυκλοφορεί και παραμονεύει μέσα στο άπλετο φως παντού, σε καθημερινή βάση. Ξεχνάμε ότι είναι ενσωματωμένος και στο απαστράπτον λακ των δρεπανηφόρων αρμάτων που καβαλάμε και τα γκαζάρουμε γιά να ξεπεράσουμε εσωτερικά μπερδέματα και αδιέξοδα και γιά να δείξουμε ότι είμαστε άφοβοι και ηλίθια σίγουροι λεβέντες... Πίσω στο Νούρο.Οι μαύροι, εσωτερικοί, τρεμουλιαστοί, κυματιστοί και αδιαπραγμάτευτοι ήχοι που βγαίναν απ΄το στόμα του ήταν ήχοι που δε μοιάζαν, ούτε και μοιάζουν, με κανενός άλλου τραγουδιστή. Είναι η πεμπτουσία των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φωνής. Είναι η φωνή του κατασταλαγμένου, οριστικά και αμετάκλητα, γαλήνιου ανδρόγυνου πλάσματος (εννοώ πάντα την αίσθηση που βγάζει η φωνή του, δεν εννοώ τον ίδιον. Άλλωστε, οι τόνοι της φωνής του ήταν δέκα φορές πιό ανδρικοί απ΄όλα τα σημερινά, μπερδεμένα - και με το δίκηο τους - αγοράκια που πασκίζουν να τραγουδήσουν rap στα ελληνικά...), είναι η τελειωτική σύζευξη και κατάθεση των όπλων που βάζει τέρμα στην αντιπαλότητα των δύο φύλων, είναι το λύγισμα των γονάτων του όρθιου, ντούρου ανθρώπινου πλάσματος και η παραδοχή της ένωσης με το μαγικό κόσμο που απλώνεται πέρα απ΄τα κλειστοφοβικά κουτιά του "πολιτισμού" που χτίσαμε και που μας καταστρέφει νύχτα-μέρα, είναι η ανύψωση του καθαρού βλέμματος στο φωτεινό ουρανό ή στο σκοτάδι της νύχτας, η εκλείανση της βαρυμένης και αηδιασμένης καρδιάς μας, το άδειασμα του νου από τους όγκους άχρηστης γνώσης και ανούσιων πληροφοριών. Ο Νούρος είναι το εισιτήριο επιστροφής στον ήσυχο και υγρό παράδεισο της Μήτρας...Κλείστε τα μάτια σας, ακούστε τον και θα με θυμηθείτε (αν όχι τώρα, αργότερα, όταν θα κατεβάσετε ταχύτητες...)